- σπινθάρυξ
- σπινθάρυξsparkfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπινθάρυξ — υγος, ἡ, Α σπινθήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. τού σπινθήρ* με ένθημα αρ και ουρανικό επίθημα υγ ς (πρβλ. μαρμαρ υγ ή, πομφόλ υξ, υγος)] … Dictionary of Greek
σπινθαρύγεσσι — σπινθάρυξ spark fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθάρυγος — σπινθάρυξ spark fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)